- ἐλαφοσσοΐα
- ἐλᾰφο-σσοΐα, [dialect] Ep. [suff] ἐλᾰφο-ίη, ἡ, ([etym.] σεύω)A deer-hunting, AP6.253.8 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαφοσσοΐα — ἐλαφοσσοΐα, η (Α) κυνήγι ελαφιού … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ἐλαφοσσοίης — ἐλαφοσσοΐης , ἐλαφοσσοία deer hunting fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)